αμάργαρος

αμάργαρος
-η, -ο [μάργαρος]
1. αυτός που δεν έχει μαργαριτάρια
2. αστόλιστος, αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, απλός, ωραίος στην απλότητά του: «μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν τού ουρανού αναβαίνει η Αρετή» (Κάλβος, Προοίμιο Λύρας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”